- κρεω-
- κρεω-, v. κρεο-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κλινοπώλιον — κλινοπώλιον, τὸ (Α) κατάστημα πωλήσεως κλινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πώλιον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. αρτο πώλιον, κρεω πώλιον] … Dictionary of Greek
κρεοβορία — και κρεωβορία, ἡ (AM) η κρεατοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεοβόρος ο τ. κρεωβορία εμφανίζει α συνθετικό κρεω , για το οποίο βλ. κρε(ο) ] … Dictionary of Greek
κρεωνομία — κρεωνομία, ἡ (Α) βλ. κρεανομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κρεανομία με α συνθετικό κρεω για το οποίο βλ. κρε(ο) ] … Dictionary of Greek
κρεωνομώ — κρεωνομῶ, έω (Α) κρεανομώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κρεανομώ με α συνθετικό κρεω για το οποίο βλ. κρε(ο) ] … Dictionary of Greek